αναραγίζω

αναραγίζω
και -ρραγιζω και –ραΐζω (Α ἀναρραΐζω)
νεοελλ.
1. ραγίζω μόλις, ελαφρά
2. παθαίνω ανεπανόρθωτη εξάντληση ή κατάπτωση
3. (για παιδιά) χάνω κάπως την ευεξία μου
αρχ.
συνέρχομαι μετά από σοβαρή ασθένεια, αναρρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”